νίτρο

νίτρο
Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ.
* * *
το (ΑΜ νίτρον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου και τού ασβεστούχου νατρίου ή νιτρικού ασβεστίου ή νίτρου τών τοίχων, τα οποία απαντούν στη φύση με τη μορφή εξανθήσεων που δημιουργούνται από την οξείδωση τών αζωτούχων υλικών με παρουσία αλκαλίων και αλκαλικών γαιών
(μσν-αρχ.) η ανθρακική σόδα
αρχ.
1. μίγμα παρασκευασμένο από νίτρο, έλαια και άλλες ουσίες, παρόμοιο με το σαπούνι («νίτρον
σάπων
καὶ εἶδος ἰατρικοῡ», Ησύχ.)
2. είδος αρτύματος
3. φρ. «νίτρον θαλάσσιον» — νίτρο που εξαγόταν από τις νιτρούχες λίμνες τής Αιγύπτου (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το αιγυπτ. ntr (πρβλ. εβρ. neter, αραβ. natrun, χετιττ. nitri).
ΠΑΡ. νιτρικός, νιτρώδης
αρχ.
νίτρασμα, νιτρία, νιτρίτις, νιτρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νιτρέλαιον, νιτροπηγικός, νιτροποιός, νιτροπώλης
νεοελλ.
βλ. νιτρ(ο)-. (Β συνθετικό) αρχ. αμμόνιτρον, αφρόνιτρον, οξύνιτρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νίτρο — το όνομα αλάτων που υπάρχουν σε αλκαλικά εδάφη, όπου γίνεται αποσύνθεση αζωτούχων οργανισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριβρωμο-νιτρο-μεθάνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής βρωμοπικρίνης …   Dictionary of Greek

  • νιτρικός — ή, ό (Α νιτρικός, ή, όν) [νίτρο(ν)] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νίτρο ή αυτός που περιέχει νίτρο 2. χημ. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρικού οξέος (α. «νιτρικό αμμώνιο» β. «νιτρικό κάλιο» γ. «νιτρικός… …   Dictionary of Greek

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • νιτρώ — νιτρῶ, όω (Α) [νίτρον] εμβαπτίζω κάτι μέσα σε νίτρο, καθαρίζω κάτι με νίτρο …   Dictionary of Greek

  • προεκνιτρώ — όω, ΜΑ καθαρίζω κάτι προηγουμένως με νίτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκνιτρῶ «καθαρίζω με νίτρο»] …   Dictionary of Greek

  • nitro- — ► prefijo Componente de palabra procedente del lat. nitrum < gr. nitron, que significa nitro e indica su presencia en un compuesto químico: ■ nitroglicerina. * * * nitro . (Del gr. νιτρο ). elem. compos. Quím. Denota la presencia, en un… …   Enciclopedia Universal

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”